- σωμελής
- σωμελής, ές,A sound of limb, Schwyzer 181 iv 4 ([place name] Crete).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωμελής — ες, Α αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς (βλ. λ. σώος) + μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο μελής] … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek